- αττικωνικός
- ἀττικωνικός, -ή, -όν (Α)αττικός (κωμική έκφραση κατά το λακωνικός) (Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < αττικός, κατά το λακωνικόςπιθανή επίσης η συσχέτιση του τ. με τη λ. νίκη, που έχει όμως το -ι- μακρό].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἀττικωνικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)